-
1 παρατρέπω
Aπαρέτραπον Hes. Th. 103
:—[voice] Med. (v. infr.):— [voice] Pass., [tense] aor. 2παρετράπην App.Mith.1
:—turn aside, off, or away,παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους ἐκτὸς ὁδοῦ Il. 23.423
, cf. 398; Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός pushed it from our heads, Pi.I.8(7).11 ; ποταμὸν π. divert a river from its channel, Hdt.7.128, cf. 130 ;π. ἄλλῃ τὸ ὕδωρ Th.1.109
, cf. Pl.Lg. 736b; [τὸ ὕδωρ] παρατρέψαι τοῦ εἴδους Phi lostr.Im.1.23:—[voice] Med. and [voice] Pass.,- τραπόμενος τοῦ λόγου X.Oec.12.17
;ἔξω τοῦ βελτίστου D.C.Fr.83.1
;ἐκ τοῦ νοῦ παρετράπη Paus.4.4.8
; παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον turning aside to.., X.HG5.1.6.2 turn one from his opinion, change his mind,ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα θεάων Hes. Th. 103
; τινὰ ἐπέεσσι π. A.R.3.902 :—[voice] Med., Theoc.22.151 :— [voice] Pass.,π. παρὰ τὸ δίκαιον ὑπὸ δώρων Pl.Lg. 885d
; λοιβῇ τε οἴνου κνίσῃ τε ib. 906e.3 of things, π. λόγον pervert, falsify a story, Hdt.3.2;π. τὸν λόγον ἔξω τοῦ ἀληθοῦς D.H.6.75
.4 generally, alter: revoke a decree, Hdt.7.16.γ ; π. ἐμμέλειαν Ael.NA2.11
;π. ὄνομα D.Chr. 12.67
, cf. App.Mith.1 ([voice] Pass.).7 π. τὰς κράσεις, of air in epidemics, Aët.5.94 :—[voice] Pass., of wine, turn sour, Gp. 2.47.5.8 [voice] Pass., π. εἴς τινα have dealings with, PMasp. 295 iii 7 (vi A. D.).—Cf. παρατροπέω, παρατρωπάω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατρέπω
См. также в других словарях:
παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… … Dictionary of Greek